σλοβενικός

σλοβενικός
-ή, -ό, Ν [Σλοβένος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σλοβενία ή στους Σλοβένους
2. φρ. «σλοβενική γλώσσα»
γλωσσ. νοτιοσλαβική γλώσσα που χρησιμοποιεί το λατινικό αλφάβητο και μιλιέται στη Σλοβενία, ομόσπονδη, παλαιότερα, δημοκρατία τής Γιουγκοσλαβίας και ανεξάρτητο κράτος σήμερα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Σλοβενία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Αυστρία, στα ΒΑ με την Ουγγαρία, στα Δ με την Ιταλία, και στα Ν ΝΔ με την Κροατία.Η Σλοβενία είναι μια χώρα λίγο μικρότερη σε έκταση από την Πελοπόννησο. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”